βενζινάδικο

βενζινάδικο
το
πρατήριο βενζίνης: Υπάρχουν ειδικές προδιαγραφές ασφαλείας για τα βενζινάδικα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ληστεύω — λήστεψα, ληστεύτηκα, ληστε(υ)μένος 1. αφαιρώ με τη βία ξένη περιουσία: Λήστεψαν το βενζινάδικο που βρίσκεται κοντά στο σπίτι μου. 2. μτφ., αισχροκερδώ υπερβολικά: Μην ψωνίσεις από το μαγαζί του, θα σε ληστέψει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”